1. Λέξη
    άνω-κάτω (επίρρημα) - (παρόμοια: κάτω - κάνω)
  2. Συνώνυμα
    • πάνω-κάτω
    • ανακατωτά
    • αναμεμειγμένα
    3
  3. Αντώνυμα
    • τακτοποιημένα
    • οργανωμένα
    • διατεταγμένα
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δείχνει σύγχυση ή αταξία.
    • Από τη μια πλευρά στην άλλη, πάνω και κάτω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα ρούχα του ήταν πεταμένα άνω-κάτω στο πάτωμα.
    • Ψάχνω άνω-κάτω το σπίτι μου για τα κλειδιά μου.
    2