Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άνω-κάτω (επίρρημα) - (παρόμοια:
κάτω
-
κάνω
)
Συνώνυμα
πάνω-κάτω
ανακατωτά
αναμεμειγμένα
3
Αντώνυμα
τακτοποιημένα
οργανωμένα
διατεταγμένα
3
Ορισμός
Με τρόπο που δείχνει σύγχυση ή αταξία.
Από τη μια πλευρά στην άλλη, πάνω και κάτω.
2
Παραδείγματα
Τα ρούχα του ήταν πεταμένα άνω-κάτω στο πάτωμα.
Ψάχνω άνω-κάτω το σπίτι μου για τα κλειδιά μου.
2