Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κάτω (επίρρημα) - (παρόμοια:
άνω-κάτω
-
κάτι
-
κάτερ
)
Συνώνυμα
χαμηλά
πατώ
κάτωθεν
3
Αντώνυμα
πάνω
υψηλά
ανώτερα
3
Ορισμός
Σε χαμηλότερο επίπεδο ή θέση.
Προς ή προς την κατεύθυνση του εδάφους ή της βάσης.
Σε κατάσταση υποταγής ή εξάρτησης.
3
Παραδείγματα
Το βιβλίο έπεσε κάτω από το τραπέζι.
Κάτσε κάτω και ξεκούρασε τα πόδια σου.
Η ομάδα ήταν κάτω στο σκορ μέχρι το τέλος του αγώνα.
3