1. Λέξη
    άοπλος (επίθετο) - (παρόμοια: ένοπλος)
  2. Συνώνυμα
    • αόπλιστος
    • απροστάτευτος
    • απροφύλακτος
    3
  3. Αντώνυμα
    • οπλισμένος
    • προστατευμένος
    • οχυρωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς όπλα ή άλλα μέσα άμυνας.
    • Που δεν διαθέτει μέσα προστασίας ή άμυνας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι άοπλοι πολίτες δεν μπορούσαν να αντισταθούν στον εχθρό.
    • Η πόλη έμεινε άοπλη μετά την παράδοση των όπλων.
    2