Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άοπλος (επίθετο) - (παρόμοια:
ένοπλος
)
Συνώνυμα
αόπλιστος
απροστάτευτος
απροφύλακτος
3
Αντώνυμα
οπλισμένος
προστατευμένος
οχυρωμένος
3
Ορισμός
Χωρίς όπλα ή άλλα μέσα άμυνας.
Που δεν διαθέτει μέσα προστασίας ή άμυνας.
2
Παραδείγματα
Οι άοπλοι πολίτες δεν μπορούσαν να αντισταθούν στον εχθρό.
Η πόλη έμεινε άοπλη μετά την παράδοση των όπλων.
2