Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ένοπλος (επίθετο) - (παρόμοια:
άοπλος
-
ένοχος
)
Συνώνυμα
οπλισμένος
στρατιωτικός
μαχητικός
3
Αντώνυμα
άοπλος
απλοϊκός
ειρηνικός
3
Ορισμός
Εξοπλισμένος με όπλα.
Που σχετίζεται με τη χρήση όπλων ή τη στρατιωτική δράση.
2
Παραδείγματα
Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας ήταν σε ετοιμότητα.
Οι ένοπλοι ληστές εισέβαλαν στην τράπεζα.
2