1. Λέξη
    ένοπλος (επίθετο) - (παρόμοια: άοπλος - ένοχος)
  2. Συνώνυμα
    • οπλισμένος
    • στρατιωτικός
    • μαχητικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • άοπλος
    • απλοϊκός
    • ειρηνικός
    3
  4. Ορισμός
    • Εξοπλισμένος με όπλα.
    • Που σχετίζεται με τη χρήση όπλων ή τη στρατιωτική δράση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας ήταν σε ετοιμότητα.
    • Οι ένοπλοι ληστές εισέβαλαν στην τράπεζα.
    2