1. Λέξη
    άπορος (επίθετο) - (παρόμοια: άπειρος - έμπορος - άποικος)
  2. Συνώνυμα
    • φτωχός
    • εξαθλιωμένος
    • ακτήμων
    3
  3. Αντώνυμα
    • πλούσιος
    • ευκατάστατος
    • εχέμπορος
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν έχει χρήματα ή περιουσία
    • που λείπει από πόρους ή μέσα
    • που βρίσκεται σε μεγάλη ένδεια
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο άπορος άνδρας ζητιανευέ για φαγητό.
    • Μετά την οικονομική κρίση, πολλές οικογένειες έμειναν άπορες.
    • Η περιοχή ήταν άπορη σε φυσικούς πόρους.
    3