Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άπορος (επίθετο) - (παρόμοια:
άπειρος
-
έμπορος
-
άποικος
)
Συνώνυμα
φτωχός
εξαθλιωμένος
ακτήμων
3
Αντώνυμα
πλούσιος
ευκατάστατος
εχέμπορος
3
Ορισμός
που δεν έχει χρήματα ή περιουσία
που λείπει από πόρους ή μέσα
που βρίσκεται σε μεγάλη ένδεια
3
Παραδείγματα
Ο άπορος άνδρας ζητιανευέ για φαγητό.
Μετά την οικονομική κρίση, πολλές οικογένειες έμειναν άπορες.
Η περιοχή ήταν άπορη σε φυσικούς πόρους.
3