1. Λέξη
    έμπορος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λαθρέμπορος - έμπειρος - ανήμπορος - έμπολα - άπορος - έφορος)
  2. Συνώνυμα
    • εμπορευματοκιβώτιο
    • εμπορευματοκιβώτιο
    • εμπορευματοκιβώτιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγοραστής
    • πελάτης
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που ασχολείται με το εμπόριο, που αγοράζει και πουλάει αγαθά.
    • Άτομο που διαπραγματεύεται εμπορεύματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο έμπορος πούλησε τα προϊόντα του στην αγορά.
    • Ο έμπορος ταξίδευε συχνά για να βρει νέα εμπορεύματα.
    2