Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άρωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
άρων
-
άρμα
)
Συνώνυμα
μυρωδιά
ευωδία
οσμή
3
Αντώνυμα
δυσωδία
βρόμα
2
Ορισμός
Η ευχάριστη οσμή που προέρχεται από φυτά, άνθη ή άλλες ουσίες.
Μια ουσία που χρησιμοποιείται για να δώσει ευχάριστη μυρωδιά.
2
Παραδείγματα
Το άρωμα των τριαντάφυλλων γέμιζε τον κήπο.
Χρησιμοποίησε ένα άρωμα βανίλιας για να αρωματίσει το σπιτικό της κέικ.
2