1. Λέξη
    άρμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σάρμα - άρωμα - χάρμα - φάρμα)
  2. Συνώνυμα
    • οχήμα
    • αμάξι
    • επίβατο
    3
  3. Αντώνυμα
    • πεζός
    • πεζοπορία
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα όχημα με τροχούς, συνήθως τραβηγμένο από άλογα, που χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή αγαθών.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, ένα πολεμικό όχημα που χρησιμοποιούνταν στη μάχη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το άρμα του βασιλιά ήταν διακοσμημένο με χρυσό και πολύτιμους λίθους.
    • Στην Ιλιάδα, ο Αχιλλέας πολέμησε με το άρμα του.
    2