Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άρμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σάρμα
-
άρωμα
-
χάρμα
-
φάρμα
)
Συνώνυμα
οχήμα
αμάξι
επίβατο
3
Αντώνυμα
πεζός
πεζοπορία
2
Ορισμός
Ένα όχημα με τροχούς, συνήθως τραβηγμένο από άλογα, που χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή αγαθών.
Στην αρχαία Ελλάδα, ένα πολεμικό όχημα που χρησιμοποιούνταν στη μάχη.
2
Παραδείγματα
Το άρμα του βασιλιά ήταν διακοσμημένο με χρυσό και πολύτιμους λίθους.
Στην Ιλιάδα, ο Αχιλλέας πολέμησε με το άρμα του.
2