Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άσχετη (επίθετο) - (παρόμοια:
άσχετος
)
Συνώνυμα
ασύνδετη
αμέτοχη
ξεχωριστή
ασύνδετη
4
Αντώνυμα
σχετική
συνδεδεμένη
εμπλεκόμενη
3
Ορισμός
Που δεν έχει σχέση ή σύνδεση με κάτι άλλο.
Που δεν ενδιαφέρεται ή δεν ασχολείται με ένα θέμα.
2
Παραδείγματα
Η άσχετη παρατήρησή της μπέρδεψε τη συζήτηση.
Είναι άσχετη με τα γεγονότα που συνέβησαν χθες.
2