Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άσχετος (επίθετο) - (παρόμοια:
άσχετη
-
άσωτος
-
άνετος
)
Συνώνυμα
ασύνδετος
ασύνδεσμος
ασύνδετος
3
Αντώνυμα
σχετικός
συνδεδεμένος
σχετιζόμενος
3
Ορισμός
Που δεν έχει σχέση ή σύνδεση με κάτι άλλο.
Που δεν έχει λογική ή ουσιαστική σύνδεση με το θέμα που συζητείται.
2
Παραδείγματα
Η ερώτησή του ήταν εντελώς άσχετη με το θέμα της συζήτησης.
Αυτά τα στοιχεία είναι άσχετα με την έρευνά μας.
2