Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έκρηξη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έκπληξη
)
Συνώνυμα
εκλάμψη
ανάφλεξη
ανατίναξη
3
Αντώνυμα
ηρεμία
σιγή
ησυχία
3
Ορισμός
Η ξαφνική και βίαιη απελευθέρωση ενέργειας, συνήθως με θόρυβο και φωτιά, που προκαλείται από χημικές ή πυρηνικές αντιδράσεις.
Μια απότομη και έντονη εκδήλωση συναισθημάτων ή ενεργειών.
2
Παραδείγματα
Η έκρηξη του ηφαιστείου προκάλεσε μεγάλη καταστροφή στην περιοχή.
Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ακολούθησε έκρηξη ενθουσιασμού από τους οπαδούς.
2