1. Λέξη
    έκρηξη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: έκπληξη)
  2. Συνώνυμα
    • εκλάμψη
    • ανάφλεξη
    • ανατίναξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • σιγή
    • ησυχία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ξαφνική και βίαιη απελευθέρωση ενέργειας, συνήθως με θόρυβο και φωτιά, που προκαλείται από χημικές ή πυρηνικές αντιδράσεις.
    • Μια απότομη και έντονη εκδήλωση συναισθημάτων ή ενεργειών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η έκρηξη του ηφαιστείου προκάλεσε μεγάλη καταστροφή στην περιοχή.
    • Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ακολούθησε έκρηξη ενθουσιασμού από τους οπαδούς.
    2