1. Λέξη
    έκπληξη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: έκπληκτος - έκρηξη)
  2. Συνώνυμα
    • κατάπληξη
    • έκπληκτη στιγμή
    • απροσδόκητο γεγονός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναμενόμενο
    • προβλεπόμενο
    • συνήθης κατάσταση
    3
  4. Ορισμός
    • Μια αίσθηση ή κατάσταση που προκαλείται από κάτι απροσδόκητο ή εκπληκτικό.
    • Ένα γεγονός ή πράξη που προκαλεί έκπληξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η έκπληξη στο πάρτι ήταν τεράστια!
    • Το δώρο ήταν μια πραγματική έκπληξη για μένα.
    2