Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έκπληξη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έκπληκτος
-
έκρηξη
)
Συνώνυμα
κατάπληξη
έκπληκτη στιγμή
απροσδόκητο γεγονός
3
Αντώνυμα
αναμενόμενο
προβλεπόμενο
συνήθης κατάσταση
3
Ορισμός
Μια αίσθηση ή κατάσταση που προκαλείται από κάτι απροσδόκητο ή εκπληκτικό.
Ένα γεγονός ή πράξη που προκαλεί έκπληξη.
2
Παραδείγματα
Η έκπληξη στο πάρτι ήταν τεράστια!
Το δώρο ήταν μια πραγματική έκπληξη για μένα.
2