Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έκτακτη (επίθετο) - (παρόμοια:
έκτακτος
-
έκταση
)
Συνώνυμα
εξαιρετική
ασυνήθιστη
ιδιαίτερη
3
Αντώνυμα
συνηθισμένη
κανονική
τυπική
3
Ορισμός
Που ξεφεύγει από το συνηθισμένο ή το κανονικό.
Που συμβαίνει σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή συνθήκες.
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία έκανε έκτακτη γενική συνέλευση για να συζητήσει τα οικονομικά της θέματα.
Λόγω της έκτακτης ανάγκης, όλοι οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να εργαστούν το Σαββατοκύριακο.
2