1. Λέξη
    έκτακτη (επίθετο) - (παρόμοια: έκτακτος - έκταση)
  2. Συνώνυμα
    • εξαιρετική
    • ασυνήθιστη
    • ιδιαίτερη
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνηθισμένη
    • κανονική
    • τυπική
    3
  4. Ορισμός
    • Που ξεφεύγει από το συνηθισμένο ή το κανονικό.
    • Που συμβαίνει σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή συνθήκες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία έκανε έκτακτη γενική συνέλευση για να συζητήσει τα οικονομικά της θέματα.
    • Λόγω της έκτακτης ανάγκης, όλοι οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να εργαστούν το Σαββατοκύριακο.
    2