Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έκτακτος (επίθετο) - (παρόμοια:
έκτακτη
-
άτακτος
-
έκτορ
-
έκπληκτος
)
Συνώνυμα
ασυνήθης
εξαιρετικός
ιδιαίτερος
3
Αντώνυμα
συνηθισμένος
κανονικός
τακτικός
3
Ορισμός
Που δεν συμβαίνει συχνά ή που δεν είναι σύνηθες.
Που γίνεται εκτός του συνηθισμένου ή του προγραμματισμένου.
Που ξεχωρίζει για κάποια ιδιότητα ή χαρακτηριστικό.
3
Παραδείγματα
Η σύσκεψη ήταν έκτακτη λόγω της επείγουσας ανάγκης.
Έλαβε έκτακτη άδεια για προσωπικούς λόγους.
Ο καιρός έδειξε έκτακτη βαρύτητα σήμερα.
3