1. Λέξη
    έκτακτος (επίθετο) - (παρόμοια: έκτακτη - άτακτος - έκτορ - έκπληκτος)
  2. Συνώνυμα
    • ασυνήθης
    • εξαιρετικός
    • ιδιαίτερος
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνηθισμένος
    • κανονικός
    • τακτικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν συμβαίνει συχνά ή που δεν είναι σύνηθες.
    • Που γίνεται εκτός του συνηθισμένου ή του προγραμματισμένου.
    • Που ξεχωρίζει για κάποια ιδιότητα ή χαρακτηριστικό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η σύσκεψη ήταν έκτακτη λόγω της επείγουσας ανάγκης.
    • Έλαβε έκτακτη άδεια για προσωπικούς λόγους.
    • Ο καιρός έδειξε έκτακτη βαρύτητα σήμερα.
    3