1. Λέξη
    έκτρωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: έκτρωση)
  2. Συνώνυμα
    • αμβλωμα
    • αμβλώσιμο
    • αποβολή
    3
  3. Αντώνυμα
    • γέννηση
    • τοκετός
    • διατήρηση εγκυμοσύνης
    3
  4. Ορισμός
    • Η πρόωρη διακοπή της εγκυμοσύνης πριν από την ώρα του τοκετού, είτε αυθόρμητα είτε επειδή προκλήθηκε σκόπιμα.
    • Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διακοπής, δηλαδή το έμβρυο που αποβάλλεται.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γυναίκα υπέστη έκτρωμα στο δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
    • Ο γιατρός της είπε ότι το έκτρωμα ήταν αποτέλεσμα γενετικών ανωμαλιών.
    2