Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έκτρωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έκτρωση
)
Συνώνυμα
αμβλωμα
αμβλώσιμο
αποβολή
3
Αντώνυμα
γέννηση
τοκετός
διατήρηση εγκυμοσύνης
3
Ορισμός
Η πρόωρη διακοπή της εγκυμοσύνης πριν από την ώρα του τοκετού, είτε αυθόρμητα είτε επειδή προκλήθηκε σκόπιμα.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διακοπής, δηλαδή το έμβρυο που αποβάλλεται.
2
Παραδείγματα
Η γυναίκα υπέστη έκτρωμα στο δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
Ο γιατρός της είπε ότι το έκτρωμα ήταν αποτέλεσμα γενετικών ανωμαλιών.
2