Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έκτρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έκτρωμα
-
έκταση
)
Συνώνυμα
αμβλώσει
διακοπή εγκυμοσύνης
2
Αντώνυμα
γέννηση
σύλληψη
2
Ορισμός
Η πρόωρη διακοπή της εγκυμοσύνης πριν από την ωρίμανση του εμβρύου.
Η αποβολή του εμβρύου πριν από την 20ή εβδομάδα της εγκυμοσύνης.
2
Παραδείγματα
Η έκτρωση μπορεί να συμβεί αυθόρμητα ή να προκληθεί ιατρικά.
Η γυναίκα πήγε στο νοσοκομείο μετά την έκτρωση για περαιτέρω εξέταση.
2