1. Λέξη
    έλεος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: έλεγχος - έλος)
  2. Συνώνυμα
    • οίκτος
    • συμπόνια
    • κατανόηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκληρότητα
    • αδιαφορία
    • ανηλεής
    3
  4. Ορισμός
    • Η αίσθηση της συμπόνιας ή της λύπης για τα δεινά κάποιου άλλου.
    • Η επιείκεια ή η συγχώρηση που δείχνει κάποιος σε άλλους.
    • Σε θρησκευτικό πλαίσιο, η θεία ευσπλαχνία ή η χάρη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Έδειξε έλεος στον φτωχό και του έδωσε λίγα χρήματα.
    • Ο δικαστής έδειξε έλεος στον κατηγορούμενο και του έβαλε ελαφρύτερη ποινή.
    • Ο Θεός είναι γεμάτος έλεος και συγχωρεί τις αμαρτίες μας.
    3