Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έλεος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έλεγχος
-
έλος
)
Συνώνυμα
οίκτος
συμπόνια
κατανόηση
3
Αντώνυμα
σκληρότητα
αδιαφορία
ανηλεής
3
Ορισμός
Η αίσθηση της συμπόνιας ή της λύπης για τα δεινά κάποιου άλλου.
Η επιείκεια ή η συγχώρηση που δείχνει κάποιος σε άλλους.
Σε θρησκευτικό πλαίσιο, η θεία ευσπλαχνία ή η χάρη.
3
Παραδείγματα
Έδειξε έλεος στον φτωχό και του έδωσε λίγα χρήματα.
Ο δικαστής έδειξε έλεος στον κατηγορούμενο και του έβαλε ελαφρύτερη ποινή.
Ο Θεός είναι γεμάτος έλεος και συγχωρεί τις αμαρτίες μας.
3