1. Λέξη
    έλκος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: έλκομαι - έλος)
  2. Συνώνυμα
    • πληγή
    • τραύμα
    • πληγή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ιατρική
    • θεραπεία
    • υγεία
    3
  4. Ορισμός
    • Μια πληγή ή βλάβη στο δέρμα ή στα βλεννογόνα, που δεν επουλώνεται εύκολα.
    • Μια χρόνια πάθηση ή κατάσταση που προκαλεί πόνο ή δυσφορία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το έλκος στο πόδι του δεν επουλωνόταν παρά μόνο με ειδική θεραπεία.
    • Το στοματικό έλκος του προκαλούσε μεγάλο πόνο κατά την κατάποση.
    2