Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έλκος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έλκομαι
-
έλος
)
Συνώνυμα
πληγή
τραύμα
πληγή
3
Αντώνυμα
ιατρική
θεραπεία
υγεία
3
Ορισμός
Μια πληγή ή βλάβη στο δέρμα ή στα βλεννογόνα, που δεν επουλώνεται εύκολα.
Μια χρόνια πάθηση ή κατάσταση που προκαλεί πόνο ή δυσφορία.
2
Παραδείγματα
Το έλκος στο πόδι του δεν επουλωνόταν παρά μόνο με ειδική θεραπεία.
Το στοματικό έλκος του προκαλούσε μεγάλο πόνο κατά την κατάποση.
2