1. Λέξη
    έλκομαι (ρήμα) - (παρόμοια: έλκος - έπομαι)
  2. Συνώνυμα
    • σύρομαι
    • τραβιέμαι
    • οδηγούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • προχωρώ
    • πηγαίνω μόνος μου
    • απωθούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Κινούμαι με δύναμη που ασκείται από εξωτερικό παράγοντα.
    • Βρίσκομαι υπό την επίδραση κάποιου ή κάτι που με επηρεάζει βαθιά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έλκομαι από το ρεύμα του ποταμού.
    • Έλκομαι από τις αναμνήσεις του παρελθόντος.
    2