Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έλκομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
έλκος
-
έπομαι
)
Συνώνυμα
σύρομαι
τραβιέμαι
οδηγούμαι
3
Αντώνυμα
προχωρώ
πηγαίνω μόνος μου
απωθούμαι
3
Ορισμός
Κινούμαι με δύναμη που ασκείται από εξωτερικό παράγοντα.
Βρίσκομαι υπό την επίδραση κάποιου ή κάτι που με επηρεάζει βαθιά.
2
Παραδείγματα
Έλκομαι από το ρεύμα του ποταμού.
Έλκομαι από τις αναμνήσεις του παρελθόντος.
2