Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έμπειρος (επίθετο) - (παρόμοια:
άπειρος
-
έμπορος
-
ήπειρος
)
Συνώνυμα
ειδήμων
καταρτισμένος
έξυπνος
3
Αντώνυμα
άπειρος
αδαής
ανίδεος
3
Ορισμός
Που έχει γνώση ή εμπειρία σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή πεδίο.
Που χαρακτηρίζεται από πρακτική γνώση ή δεξιότητα.
2
Παραδείγματα
Ο έμπειρος γιατρός διάγνωσε αμέσως το πρόβλημα.
Η έμπειρη δασκάλα ξέρει πώς να διαχειριστεί δύσκολες καταστάσεις στην τάξη.
2