1. Λέξη
    έμπειρος (επίθετο) - (παρόμοια: άπειρος - έμπορος - ήπειρος)
  2. Συνώνυμα
    • ειδήμων
    • καταρτισμένος
    • έξυπνος
    3
  3. Αντώνυμα
    • άπειρος
    • αδαής
    • ανίδεος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει γνώση ή εμπειρία σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή πεδίο.
    • Που χαρακτηρίζεται από πρακτική γνώση ή δεξιότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο έμπειρος γιατρός διάγνωσε αμέσως το πρόβλημα.
    • Η έμπειρη δασκάλα ξέρει πώς να διαχειριστεί δύσκολες καταστάσεις στην τάξη.
    2