Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ένορκη (επίθετο) - (παρόμοια:
ένορκος
)
Συνώνυμα
ορκισμένος
υπόσχεση
δεσμευμένος
3
Αντώνυμα
άορκος
αδέσμευτος
2
Ορισμός
Που έχει δώσει όρκο ή έχει δεσμευτεί με όρκο.
Που χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα και ευθύνη λόγω της δέσμευσής του.
2
Παραδείγματα
Ο ένορκος μάρτυρας έδωσε την κατάθεσή του στο δικαστήριο.
Ένορκη υπόσχεση έδωσε ο νέος πρόεδρος της εταιρείας.
2