Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ένορκος (επίθετο) - (παρόμοια:
ένορκη
-
ένοικος
-
ένοχος
)
Συνώνυμα
ορκισμένος
υπό όρκο
2
Αντώνυμα
αόρκιστος
χωρίς όρκο
2
Ορισμός
Αυτός που έχει δώσει όρκο ή έχει δεσμευτεί με όρκο.
Αυτός που σχετίζεται με όρκο ή βασίζεται σε αυτόν.
2
Παραδείγματα
Ο ένορκος μάρτυρας έδωσε την κατάθεσή του στο δικαστήριο.
Η ένορκη υπόσχεση του γιατρού να προστατεύει τη ζωή των ασθενών του.
2