1. Λέξη
    ένορκος (επίθετο) - (παρόμοια: ένορκη - ένοικος - ένοχος)
  2. Συνώνυμα
    • ορκισμένος
    • υπό όρκο
    2
  3. Αντώνυμα
    • αόρκιστος
    • χωρίς όρκο
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει δώσει όρκο ή έχει δεσμευτεί με όρκο.
    • Αυτός που σχετίζεται με όρκο ή βασίζεται σε αυτόν.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ένορκος μάρτυρας έδωσε την κατάθεσή του στο δικαστήριο.
    • Η ένορκη υπόσχεση του γιατρού να προστατεύει τη ζωή των ασθενών του.
    2