1. Λέξη
    ένστολος (επίθετο) - (παρόμοια: απόστολος)
  2. Συνώνυμα
    • εντυπωσιακός
    • κομψός
    • καλαίσθητος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακατάλληλος
    • άκομψος
    • άσχημος
    3
  4. Ορισμός
    • που φοράει στολή ή είναι ντυμένος με στολή
    • που χαρακτηρίζεται από κομψότητα και καλαισθησία
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αξιωματικός ήταν ένστολος και μεγαλοπρεπής.
    • Η νέα της εμφάνιση ήταν πολύ ένστολη και ταίριαζε με την εορτή.
    2