Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ένστολος (επίθετο) - (παρόμοια:
απόστολος
)
Συνώνυμα
εντυπωσιακός
κομψός
καλαίσθητος
3
Αντώνυμα
ακατάλληλος
άκομψος
άσχημος
3
Ορισμός
που φοράει στολή ή είναι ντυμένος με στολή
που χαρακτηρίζεται από κομψότητα και καλαισθησία
2
Παραδείγματα
Ο αξιωματικός ήταν ένστολος και μεγαλοπρεπής.
Η νέα της εμφάνιση ήταν πολύ ένστολη και ταίριαζε με την εορτή.
2