Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόστολος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ιεραπόστολος
-
ένστολος
-
απόστημα
-
απόσταση
)
Συνώνυμα
αποστόλη
κηρυκες
ιεραποστολός
3
Αντώνυμα
λαϊκός
κοσμικός
2
Ορισμός
Πρόσωπο που έχει αναλάβει την αποστολή να διαδώσει μια θρησκευτική ή ηθική διδασκαλία.
Οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Χριστού που εξέλεξε για να διαδώσουν το ευαγγέλιο.
Πρόσωπο που αναλαμβάνει μια σημαντική αποστολή ή ιδεαλιστική υπόθεση.
3
Παραδείγματα
Ο Παύλος είναι γνωστός ως ο απόστολος των εθνών.
Οι απόστολοι έφεραν το μήνυμα του Χριστού σε όλο τον κόσμο.
Ήταν ένας πραγματικός απόστολος της ειρήνης.
3