1. Λέξη
    απόστολος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ιεραπόστολος - ένστολος - απόστημα - απόσταση)
  2. Συνώνυμα
    • αποστόλη
    • κηρυκες
    • ιεραποστολός
    3
  3. Αντώνυμα
    • λαϊκός
    • κοσμικός
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που έχει αναλάβει την αποστολή να διαδώσει μια θρησκευτική ή ηθική διδασκαλία.
    • Οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Χριστού που εξέλεξε για να διαδώσουν το ευαγγέλιο.
    • Πρόσωπο που αναλαμβάνει μια σημαντική αποστολή ή ιδεαλιστική υπόθεση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο Παύλος είναι γνωστός ως ο απόστολος των εθνών.
    • Οι απόστολοι έφεραν το μήνυμα του Χριστού σε όλο τον κόσμο.
    • Ήταν ένας πραγματικός απόστολος της ειρήνης.
    3