Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έξοδο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έξοδος
-
αδιέξοδο
)
Συνώνυμα
έξοδος
αποχώρηση
φυγή
3
Αντώνυμα
είσοδος
προσέγγιση
άφιξη
3
Ορισμός
Η πράξη της αποχώρησης από έναν χώρο ή μια κατάσταση.
Η έξοδος από μια κατάσταση ή μια δυσκολία.
Σε ηλεκτρονικά συστήματα, η θύρα ή το σημείο από το οποίο εξέρχονται δεδομένα ή σήματα.
3
Παραδείγματα
Η έξοδος από την αίθουσα έγινε μετά το τέλος της παράστασης.
Βρήκε την έξοδο από το λαβύρινθο χάρη στο χάρτη.
Η έξοδος του υπολογιστή συνδέεται με την οθόνη.
3