1. Λέξη
    έξοδο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: έξοδος - αδιέξοδο)
  2. Συνώνυμα
    • έξοδος
    • αποχώρηση
    • φυγή
    3
  3. Αντώνυμα
    • είσοδος
    • προσέγγιση
    • άφιξη
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη της αποχώρησης από έναν χώρο ή μια κατάσταση.
    • Η έξοδος από μια κατάσταση ή μια δυσκολία.
    • Σε ηλεκτρονικά συστήματα, η θύρα ή το σημείο από το οποίο εξέρχονται δεδομένα ή σήματα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η έξοδος από την αίθουσα έγινε μετά το τέλος της παράστασης.
    • Βρήκε την έξοδο από το λαβύρινθο χάρη στο χάρτη.
    • Η έξοδος του υπολογιστή συνδέεται με την οθόνη.
    3