1. Λέξη
    έξοδος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: έξοδο - διέξοδος - έφοδος - έξοχος)
  2. Συνώνυμα
    • έξοδος
    • αποχώρηση
    • φυγή
    3
  3. Αντώνυμα
    • είσοδος
    • προσέγγιση
    • άφιξη
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της αποχώρησης από έναν χώρο ή μια κατάσταση.
    • Το σημείο από το οποίο κάποιος μπορεί να βγει από ένα κτίριο ή μια περιοχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η έξοδος από το κτίριο ήταν εύκολη χάρη στα σημάδια.
    • Σε περίπτωση πυρκαγιάς, χρησιμοποιήστε την πλησιέστερη έξοδο.
    2