Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έξοδος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έξοδο
-
διέξοδος
-
έφοδος
-
έξοχος
)
Συνώνυμα
έξοδος
αποχώρηση
φυγή
3
Αντώνυμα
είσοδος
προσέγγιση
άφιξη
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία της αποχώρησης από έναν χώρο ή μια κατάσταση.
Το σημείο από το οποίο κάποιος μπορεί να βγει από ένα κτίριο ή μια περιοχή.
2
Παραδείγματα
Η έξοδος από το κτίριο ήταν εύκολη χάρη στα σημάδια.
Σε περίπτωση πυρκαγιάς, χρησιμοποιήστε την πλησιέστερη έξοδο.
2