Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αίρομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
χαίρομαι
-
αποσύρομαι
-
αναφέρομαι
)
Συνώνυμα
σηκώνομαι
υψώνομαι
ανυψώνομαι
3
Αντώνυμα
κατεβαίνω
πέφτω
χαμηλώνω
3
Ορισμός
Να κινείται προς τα πάνω ή να μεταφέρομαι σε υψηλότερο σημείο.
Να ανυψώνομαι στον αέρα, ιδιαίτερα με τη βοήθεια του ανέμου ή άλλων φυσικών δυνάμεων.
Να απομακρύνομαι από μια θέση ή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Το αεροπλάνο αίρεται από τον διάδρομο.
Ο καπνός αίρεται ψηλά στον ουρανό.
Αίρεται η ψυχή μου όταν ακούω αυτή τη μουσική.
3