1. Λέξη
    αίρομαι (ρήμα) - (παρόμοια: χαίρομαι - αποσύρομαι - αναφέρομαι)
  2. Συνώνυμα
    • σηκώνομαι
    • υψώνομαι
    • ανυψώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατεβαίνω
    • πέφτω
    • χαμηλώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κινείται προς τα πάνω ή να μεταφέρομαι σε υψηλότερο σημείο.
    • Να ανυψώνομαι στον αέρα, ιδιαίτερα με τη βοήθεια του ανέμου ή άλλων φυσικών δυνάμεων.
    • Να απομακρύνομαι από μια θέση ή κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το αεροπλάνο αίρεται από τον διάδρομο.
    • Ο καπνός αίρεται ψηλά στον ουρανό.
    • Αίρεται η ψυχή μου όταν ακούω αυτή τη μουσική.
    3