Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποσύρομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
σύρομαι
-
αποσύρω
-
αποσυνδέομαι
-
απολύομαι
-
απογίνομαι
-
αποδέχομαι
-
αίρομαι
-
παρασύρομαι
-
αποφαίνομαι
-
αποκλείομαι
)
Συνώνυμα
υποχωρώ
απομακρύνομαι
αποτραβιέμαι
3
Αντώνυμα
προχωρώ
πλησιάζω
εμπλέκομαι
3
Ορισμός
Κάνω κίνηση προς τα πίσω ή μακριά από κάτι ή κάποιον.
Εγκαταλείπω μια θέση, μια δραστηριότητα ή μια κατάσταση.
Απομακρύνομαι ψυχολογικά ή συναισθηματικά από μια κατάσταση ή άτομο.
3
Παραδείγματα
Αποσύρθηκε από τη συζήτηση όταν είδε ότι δεν υπήρχε συμφωνία.
Ο στρατός αποσύρθηκε από τα σύνορα μετά τη συνθήκη ειρήνης.
Αποσύρθηκε στο δωμάτιό του μετά το επεισόδιο.
3