1. Συνώνυμα
    • υποχωρώ
    • απομακρύνομαι
    • αποτραβιέμαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • προχωρώ
    • πλησιάζω
    • εμπλέκομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Κάνω κίνηση προς τα πίσω ή μακριά από κάτι ή κάποιον.
    • Εγκαταλείπω μια θέση, μια δραστηριότητα ή μια κατάσταση.
    • Απομακρύνομαι ψυχολογικά ή συναισθηματικά από μια κατάσταση ή άτομο.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Αποσύρθηκε από τη συζήτηση όταν είδε ότι δεν υπήρχε συμφωνία.
    • Ο στρατός αποσύρθηκε από τα σύνορα μετά τη συνθήκη ειρήνης.
    • Αποσύρθηκε στο δωμάτιό του μετά το επεισόδιο.
    3