1. Λέξη
    αγαλματίδιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σωματίδιο)
  2. Συνώνυμα
    • μικρό άγαλμα
    • αγαλμάτιο
    • εικόνισμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • μεγάλο άγαλμα
    • μονόλιθος
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό άγαλμα, συνήθως διακοσμητικό.
    • Μικροσκοπικό γλυπτό που χρησιμοποιείται για διακόσμηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στο τραπέζι της σαλόντας υπήρχε ένα αγαλματίδιο από πορσελάνη.
    • Η συλλογή του περιλαμβάνει πολλά αγαλματίδια από αρχαία Ελλάδα.
    2