Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγαλματίδιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σωματίδιο
)
Συνώνυμα
μικρό άγαλμα
αγαλμάτιο
εικόνισμα
3
Αντώνυμα
μεγάλο άγαλμα
μονόλιθος
2
Ορισμός
Μικρό άγαλμα, συνήθως διακοσμητικό.
Μικροσκοπικό γλυπτό που χρησιμοποιείται για διακόσμηση.
2
Παραδείγματα
Στο τραπέζι της σαλόντας υπήρχε ένα αγαλματίδιο από πορσελάνη.
Η συλλογή του περιλαμβάνει πολλά αγαλματίδια από αρχαία Ελλάδα.
2