Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σωματίδιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αγαλματίδιο
-
σωματείο
)
Συνώνυμα
μικροσωμάτιο
σωματειδίο
2
Αντώνυμα
μακροσωμάτιο
ογκώδες σώμα
2
Ορισμός
Μικρή φυσική οντότητα που χαρακτηρίζεται από πολύ μικρές διαστάσεις και συχνά θεωρείται ως βασικό δομικό στοιχείο της ύλης.
Στη φυσική, θεμελιώδες σωματίδιο που δεν αποτελείται από άλλα, μικρότερα σωματίδια.
2
Παραδείγματα
Το ηλεκτρόνιο είναι ένα βασικό σωματίδιο του ατόμου.
Στη σύγχρονη φυσική, τα σωματίδια μελετώνται σε επιταχυντές.
2