Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγαπηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αγαπητό
-
αγαπητός
-
αγαπώ
-
αγαπημένο
-
αγαπάω
-
αγαπημένος
)
Συνώνυμα
αγαπώ
φιλώ
στοργή
3
Αντώνυμα
μισώ
απεχθάνομαι
αποστρέφομαι
3
Ορισμός
Να νιώθω αγάπη για κάποιον ή κάτι.
Να εκφράζω αγάπη ή στοργή.
Να έχω βαθιά συναισθηματική σύνδεση με κάποιον.
3
Παραδείγματα
Μπορείς να αγαπηθείς κάποιον χωρίς να τον γνωρίζεις καλά;
Οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους απεριόριστα.
Αγαπώ τη ζωή μου και όλα όσα μου προσφέρει.
3