Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγαπώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αγαπάω
-
αγαπούν
-
αγαπήσω
-
αγαπάμε
-
αγαπητό
-
αγαπηθώ
-
αγαπητός
)
Συνώνυμα
λατρεύω
στοργίζω
συμπάσχω
3
Αντώνυμα
μισώ
απεχθάνομαι
αποστρέφομαι
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη συναισθηματική έλξη ή στοργή για κάποιον ή κάτι.
Εκφράζω στοργή ή αγάπη μέσω πράξεων ή λόγων.
2
Παραδείγματα
Αγαπώ την οικογένειά μου πάνω απ' όλα.
Αυτή η μουσική με κάνει να αγαπώ τη ζωή ακόμα περισσότερο.
2