1. Λέξη
    αγαπώ (ρήμα) - (παρόμοια: αγαπάω - αγαπούν - αγαπήσω - αγαπάμε - αγαπητό - αγαπηθώ - αγαπητός)
  2. Συνώνυμα
    • λατρεύω
    • στοργίζω
    • συμπάσχω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μισώ
    • απεχθάνομαι
    • αποστρέφομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω έντονη συναισθηματική έλξη ή στοργή για κάποιον ή κάτι.
    • Εκφράζω στοργή ή αγάπη μέσω πράξεων ή λόγων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αγαπώ την οικογένειά μου πάνω απ' όλα.
    • Αυτή η μουσική με κάνει να αγαπώ τη ζωή ακόμα περισσότερο.
    2