Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγαπούν (ρήμα) - (παρόμοια:
αγαπώ
-
αγαπάω
)
Συνώνυμα
αγαπώ
στοργή
φιλώ
λατρεύω
4
Αντώνυμα
μισώ
απεχθάνομαι
αποστρέφομαι
3
Ορισμός
Να νιώθεις βαθιά στοργή ή τρυφερότητα για κάποιον ή κάτι.
Να απολαμβάνεις ή να ευχαριστιέσαι κάτι πολύ.
Να εκφράζεις αγάπη ή στοργή.
3
Παραδείγματα
Οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους απεριόριστα.
Αγαπώ να διαβάζω βιβλία τα βράδια.
Αγαπούν να περπατούν στη θάλασσα.
3