1. Λέξη
    αγαπούν (ρήμα) - (παρόμοια: αγαπώ - αγαπάω)
  2. Συνώνυμα
    • αγαπώ
    • στοργή
    • φιλώ
    • λατρεύω
    4
  3. Αντώνυμα
    • μισώ
    • απεχθάνομαι
    • αποστρέφομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να νιώθεις βαθιά στοργή ή τρυφερότητα για κάποιον ή κάτι.
    • Να απολαμβάνεις ή να ευχαριστιέσαι κάτι πολύ.
    • Να εκφράζεις αγάπη ή στοργή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους απεριόριστα.
    • Αγαπώ να διαβάζω βιβλία τα βράδια.
    • Αγαπούν να περπατούν στη θάλασσα.
    3