Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγγελούδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αγγελία
-
αγγελική
)
Συνώνυμα
αγγελάκι
αγγελίτσα
2
Αντώνυμα
δαίμονας
κακό πνεύμα
2
Ορισμός
Μικρός άγγελος, συνήθως απεικονιζόμενος ως παιδί με φτερά.
Συμβολική αναπαράσταση της αθωότητας και της καλοσύνης.
2
Παραδείγματα
Το δωμάτιο του παιδιού ήταν διακοσμημένο με πολλά αγγελούδια.
Στο χριστουγεννιάτικο δέντρο κρέμονταν ένα μικρό αγγελούδι.
2