Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγγελική (επίθετο) - (παρόμοια:
αγγελικός
-
αγγελία
-
αγγελιαφόρος
-
αγγελιοφόρος
-
αγγελούδι
)
Συνώνυμα
ευάγγελος
θεϊκή
ουράνια
παναγία
4
Αντώνυμα
δαιμονική
κακή
καταραμένη
σκοτεινή
4
Ορισμός
που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους
που θυμίζει ή χαρακτηρίζεται από την αγνότητα και την ομορφιά των αγγέλων
που έχει θεϊκή ή υπερφυσική φύση
3
Παραδείγματα
Η φωνή της ήταν αγγελική και γαλήνια.
Ένα αγγελικό χαμόγελο διακόσμησε το πρόσωπό της.
Η αγγελική παρουσία του έδωσε αισθήματα ελπίδας.
3