1. Λέξη
    αγγελική (επίθετο) - (παρόμοια: αγγελικός - αγγελία - αγγελιαφόρος - αγγελιοφόρος - αγγελούδι)
  2. Συνώνυμα
    • ευάγγελος
    • θεϊκή
    • ουράνια
    • παναγία
    4
  3. Αντώνυμα
    • δαιμονική
    • κακή
    • καταραμένη
    • σκοτεινή
    4
  4. Ορισμός
    • που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους
    • που θυμίζει ή χαρακτηρίζεται από την αγνότητα και την ομορφιά των αγγέλων
    • που έχει θεϊκή ή υπερφυσική φύση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η φωνή της ήταν αγγελική και γαλήνια.
    • Ένα αγγελικό χαμόγελο διακόσμησε το πρόσωπό της.
    • Η αγγελική παρουσία του έδωσε αισθήματα ελπίδας.
    3