Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγνός (επίθετο) - (παρόμοια:
αγνότητα
)
Συνώνυμα
καθαρός
άμωμος
αμόλυντος
3
Αντώνυμα
βρώμικος
μολυσμένος
ενοχλημένος
3
Ορισμός
Χωρίς κηλίδα ή μόλυνση, καθαρός.
Αθώος, χωρίς ενοχές ή κακία.
Απλός και ειλικρινής, χωρίς υποκρισία.
3
Παραδείγματα
Η αγνή ψυχή του παιδιού έδειχνε την αθωότητά του.
Η αγνή αγάπη της μητέρας για το παιδί της ήταν ανυπόκριτη.
Ένα αγνό νερό ρέει από την πηγή.
3