Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγνότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αγιότητα
-
αγριότητα
-
ενότητα
-
ανικανότητα
-
αθωότητα
-
απλότητα
-
αγνός
-
κοινότητα
-
σεμνότητα
-
αθλιότητα
-
συχνότητα
-
πυκνότητα
-
ικανότητα
)
Συνώνυμα
αθωότητα
καθαρότητα
αμόλυνση
3
Αντώνυμα
μολυσματικότητα
εμπειρία
φθορά
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι αγνό, δηλαδή αμόλυντο, καθαρό και αθώο.
Η κατάσταση της παρθενίας ή της ηθικής καθαρότητας.
2
Παραδείγματα
Η αγνότητα της καρδιάς του τον έκανε να βλέπει το καλό σε όλους.
Η αγνότητα του νερού στην περιοχή ήταν εντυπωσιακή.
2