1. Συνώνυμα
    • αθωότητα
    • καθαρότητα
    • αμόλυνση
    3
  2. Αντώνυμα
    • μολυσματικότητα
    • εμπειρία
    • φθορά
    3
  3. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι αγνό, δηλαδή αμόλυντο, καθαρό και αθώο.
    • Η κατάσταση της παρθενίας ή της ηθικής καθαρότητας.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η αγνότητα της καρδιάς του τον έκανε να βλέπει το καλό σε όλους.
    • Η αγνότητα του νερού στην περιοχή ήταν εντυπωσιακή.
    2