Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άγνωστος (επίθετο) - (παρόμοια:
άρρωστος
)
Συνώνυμα
άγνωρος
αδιευκρίνιστος
ασαφής
3
Αντώνυμα
γνωστός
γνωρίζων
οικείος
3
Ορισμός
Που δεν είναι γνωστός ή δεν έχει γίνει αντιληπτός.
Που δεν έχει αναγνωριστεί ή δεν έχει ταυτοποιηθεί.
2
Παραδείγματα
Ο άγνωστος άνδρας μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να τον προσέξει κανείς.
Η ταυτότητα του δράστη παραμένει άγνωστη.
2