Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγχώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αγχώνομαι
)
Συνώνυμα
αγχώνομαι
ανησυχώ
εκνευρίζομαι
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
χαλαρώνω
αποσυμπιέζομαι
3
Ορισμός
Νιώθω έντονο άγχος ή ανησυχία.
Προκαλώ σε κάποιον άγχος ή ανησυχία.
2
Παραδείγματα
Τον αγχώνει πολύ η εξέταση του αύριο.
Μην αγχώνεσαι, όλα θα πάνε καλά.
2