1. Λέξη
    αγχώνω (ρήμα) - (παρόμοια: αγχώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • αγχώνομαι
    • ανησυχώ
    • εκνευρίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • χαλαρώνω
    • αποσυμπιέζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω έντονο άγχος ή ανησυχία.
    • Προκαλώ σε κάποιον άγχος ή ανησυχία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τον αγχώνει πολύ η εξέταση του αύριο.
    • Μην αγχώνεσαι, όλα θα πάνε καλά.
    2