Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγχώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
χώνομαι
-
απλώνομαι
-
αθωώνομαι
-
αγχώνω
-
ακυρώνομαι
-
αφοσιώνομαι
-
ενώνομαι
-
υψώνομαι
-
αφήνομαι
-
αμύνομαι
-
απογειώνομαι
)
Συνώνυμα
ανησυχώ
εκνευρίζομαι
αναστατώνομαι
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
χαλαρώνω
αψηφώ
3
Ορισμός
Νιώθω έντονο άγχος ή ανησυχία.
Βρίσκομαι σε κατάσταση ψυχικής έντασης λόγω κάποιου γεγονότος ή κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Αγχώνομαι πριν τις εξετάσεις.
Αγχώνομαι όταν πρέπει να μιλήσω μπροστά σε πολύ κόσμο.
2