1. Συνώνυμα
    • ανησυχώ
    • εκνευρίζομαι
    • αναστατώνομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • χαλαρώνω
    • αψηφώ
    3
  3. Ορισμός
    • Νιώθω έντονο άγχος ή ανησυχία.
    • Βρίσκομαι σε κατάσταση ψυχικής έντασης λόγω κάποιου γεγονότος ή κατάστασης.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Αγχώνομαι πριν τις εξετάσεις.
    • Αγχώνομαι όταν πρέπει να μιλήσω μπροστά σε πολύ κόσμο.
    2