1. Λέξη
    αγωνία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γωνία - αγωνίζομαι - αμμωνία)
  2. Συνώνυμα
    • άγχος
    • ένταση
    • ανησυχία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • ανακούφιση
    • χαλάρωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η έντονη ανησυχία ή φόβος για κάτι που μπορεί να συμβεί.
    • Η ψυχική ή συναισθηματική ένταση που προκαλείται από μια δύσκολη κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αγωνία του για τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν μεγάλη.
    • Ζούσε σε συνεχή αγωνία λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον.
    2