Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγωνιστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ανταγωνιστώ
-
αγωνιστής
-
αγωνιστικός
-
πρωταγωνιστώ
-
ανταγωνιστής
)
Συνώνυμα
παλεύω
πολεμώ
συγκρούομαι
3
Αντώνυμα
συνεργάζομαι
συμφωνώ
ησυχάζω
3
Ορισμός
Να εμπλέκομαι σε μια μάχη ή σύγκρουση.
Να προσπαθώ σκληρά για να επιτύχω κάτι.
Να αντιστέκομαι ή να αντιμετωπίζω κάτι δύσκολο.
3
Παραδείγματα
Οι στρατιώτες αγωνίστηκαν γενναία στη μάχη.
Αγωνίστηκε πολύ για να πετύχει τους στόχους του.
Αγωνίζεται να ξεπεράσει τις δυσκολίες της ζωής του.
3