1. Λέξη
    αδίστακτος (επίθετο) - (παρόμοια: άτακτος)
  2. Συνώνυμα
    • άθικος
    • ασυγκράτητος
    • αδίστακτος
    • αμετανόητος
    4
  3. Αντώνυμα
    • μετανιωμένος
    • συγκρατημένος
    • ήπιος
    • ευσυνείδητος
    4
  4. Ορισμός
    • Που δεν διστάζει ή δεν έχει τύψεις για τις πράξεις του.
    • Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικών αναστολών.
    • Που ενεργεί χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις συνέπειες.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο αδίστακτος εγκληματίας δεν έδειξε καμία τύψη για τα εγκλήματά του.
    • Η αδίστακτη συμπεριφορά του τον οδήγησε σε πολλές αντιδικίες.
    • Μια αδίστακτη απόφαση μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες.
    3