Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αδίστακτος (επίθετο) - (παρόμοια:
άτακτος
)
Συνώνυμα
άθικος
ασυγκράτητος
αδίστακτος
αμετανόητος
4
Αντώνυμα
μετανιωμένος
συγκρατημένος
ήπιος
ευσυνείδητος
4
Ορισμός
Που δεν διστάζει ή δεν έχει τύψεις για τις πράξεις του.
Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικών αναστολών.
Που ενεργεί χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις συνέπειες.
3
Παραδείγματα
Ο αδίστακτος εγκληματίας δεν έδειξε καμία τύψη για τα εγκλήματά του.
Η αδίστακτη συμπεριφορά του τον οδήγησε σε πολλές αντιδικίες.
Μια αδίστακτη απόφαση μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες.
3