1. Λέξη
    άτακτος (επίθετο) - (παρόμοια: έκτακτος - αδίστακτος)
  2. Συνώνυμα
    • ακατάστατος
    • ασυγκράτητος
    • απείθαρχος
    3
  3. Αντώνυμα
    • τακτικός
    • οργανωμένος
    • πειθαρχημένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν τηρεί τους κανόνες ή την τάξη.
    • Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πειθαρχίας ή οργάνωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο άτακτος μαθητής διατάραξε την τάξη με τις φωνές του.
    • Η άτακτη συμπεριφορά του δημιούργησε προβλήματα στην ομάδα.
    2