Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άτακτος (επίθετο) - (παρόμοια:
έκτακτος
-
αδίστακτος
)
Συνώνυμα
ακατάστατος
ασυγκράτητος
απείθαρχος
3
Αντώνυμα
τακτικός
οργανωμένος
πειθαρχημένος
3
Ορισμός
Που δεν τηρεί τους κανόνες ή την τάξη.
Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πειθαρχίας ή οργάνωσης.
2
Παραδείγματα
Ο άτακτος μαθητής διατάραξε την τάξη με τις φωνές του.
Η άτακτη συμπεριφορά του δημιούργησε προβλήματα στην ομάδα.
2