1. Λέξη
    αδειάσω (ρήμα) - (παρόμοια: αδειάζω)
  2. Συνώνυμα
    • αδειάζω
    • εκκενώνω
    • ξεγεμίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • γεμίζω
    • γεμώ
    • γεμίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να μην περιέχει πλέον τα αντικείμενα ή την ουσία που περιείχε.
    • Αφαιρώ τα περιεχόμενα από ένα δοχείο ή χώρο.
    • Μεταφόρα: Χάνω ενέργεια ή δύναμη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να αδειάσω το νεροχύτη από τα πιάτα.
    • Ο δρόμος άρχισε να αδειάζει μετά τις δέκα το βράδυ.
    • Μετά την ασθένεια, αδειάσαμε εντελώς.
    3