Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αδειάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αδειάζω
)
Συνώνυμα
αδειάζω
εκκενώνω
ξεγεμίζω
3
Αντώνυμα
γεμίζω
γεμώ
γεμίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να μην περιέχει πλέον τα αντικείμενα ή την ουσία που περιείχε.
Αφαιρώ τα περιεχόμενα από ένα δοχείο ή χώρο.
Μεταφόρα: Χάνω ενέργεια ή δύναμη.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να αδειάσω το νεροχύτη από τα πιάτα.
Ο δρόμος άρχισε να αδειάζει μετά τις δέκα το βράδυ.
Μετά την ασθένεια, αδειάσαμε εντελώς.
3