Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αδειάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αδειάσω
-
αγιάζω
)
Συνώνυμα
αδειώνω
εκκενώνω
ξεγεμίζω
3
Αντώνυμα
γεμίζω
γεμώ
γεμίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να μην περιέχει πλέον τα υλικά ή τα αντικείμενα που περιείχε.
Βγάζω το περιεχόμενο από ένα δοχείο ή χώρο.
Μεταφέρω τα περιεχόμενα κάποιου χώρου ή δοχείου σε άλλο μέρος.
3
Παραδείγματα
Αδειάζω το νερό από την μπανιέρα.
Πρέπει να αδειάσω το ψυγείο πριν φύγω για διακοπές.
Οι εργαζόμενοι αδειάζουν τα κουτιά από το φορτηγό.
3