1. Λέξη
    αδειάζω (ρήμα) - (παρόμοια: αδειάσω - αγιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • αδειώνω
    • εκκενώνω
    • ξεγεμίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • γεμίζω
    • γεμώ
    • γεμίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να μην περιέχει πλέον τα υλικά ή τα αντικείμενα που περιείχε.
    • Βγάζω το περιεχόμενο από ένα δοχείο ή χώρο.
    • Μεταφέρω τα περιεχόμενα κάποιου χώρου ή δοχείου σε άλλο μέρος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αδειάζω το νερό από την μπανιέρα.
    • Πρέπει να αδειάσω το ψυγείο πριν φύγω για διακοπές.
    • Οι εργαζόμενοι αδειάζουν τα κουτιά από το φορτηγό.
    3