1. Λέξη
    αεροπειρατεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πειρατεία)
  2. Συνώνυμα
    • πειρατεία του αέρα
    • αεροπειρατική ενέργεια
    2
  3. Αντώνυμα
    • ασφάλεια πτήσης
    • νομιμότητα αεροπορίας
    2
  4. Ορισμός
    • Η παράνομη κατάληψη ή έλεγχος αεροσκάφους κατά την πτήση του, συνήθως με στόχο την εκβίαση ή την τρομοκρατία.
    • Η πράξη της παράνομης ανάμειξης στη λειτουργία αεροσκάφους, συχνά με χρήση βίας ή απειλής βίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αεροπειρατεία του αεροσκάφους προκάλεσε παγκόσμια ανησυχία για την ασφάλεια των πτήσεων.
    • Μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, τα μέτρα κατά της αεροπειρατείας ενισχύθηκαν σημαντικά.
    2