1. Λέξη
    πειρατεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αεροπειρατεία - πειρατής - πελατεία - πειρατικός - πλατεία)
  2. Συνώνυμα
    • ληστεία
    • κλοπή
    • αρπαγή
    3
  3. Αντώνυμα
    • νομιμότητα
    • τιμιότητα
    • νόμιμη δραστηριότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η παράνομη κατάληψη πλοίου ή αεροσκάφους με στόχο την κλοπή ή την απαγωγή.
    • Η αντιγραφή και διανομή προστατευμένων από πνευματικά δικαιώματα έργων χωρίς άδεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η πειρατεία ήταν συχνό φαινόμενο στον 17ο αιώνα στις Καραϊβικές θάλασσες.
    • Η διαδικτυακή πειρατεία γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη με την ανάπτυξη της τεχνολογίας.
    2