Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειρατεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αεροπειρατεία
-
πειρατής
-
πελατεία
-
πειρατικός
-
πλατεία
)
Συνώνυμα
ληστεία
κλοπή
αρπαγή
3
Αντώνυμα
νομιμότητα
τιμιότητα
νόμιμη δραστηριότητα
3
Ορισμός
Η παράνομη κατάληψη πλοίου ή αεροσκάφους με στόχο την κλοπή ή την απαγωγή.
Η αντιγραφή και διανομή προστατευμένων από πνευματικά δικαιώματα έργων χωρίς άδεια.
2
Παραδείγματα
Η πειρατεία ήταν συχνό φαινόμενο στον 17ο αιώνα στις Καραϊβικές θάλασσες.
Η διαδικτυακή πειρατεία γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη με την ανάπτυξη της τεχνολογίας.
2