Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αεροπορικό (επίθετο) - (παρόμοια:
αεροπορικός
-
αεροπορική
)
Συνώνυμα
αεροναυτικός
αεροναυτιλιακός
2
Αντώνυμα
χερσαίος
ναυτικός
2
Ορισμός
Σχετικός με την αεροπορία ή την αεροναυτιλία.
Που αναφέρεται σε αεροσκάφη ή πτήσεις.
2
Παραδείγματα
Η αεροπορική βιομηχανία έχει αναπτυχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Ο αεροπορικός σταθμός ήταν γεμάτος ταξιδιώτες.
2