1. Λέξη
    αεροπορικό (επίθετο) - (παρόμοια: αεροπορικός - αεροπορική)
  2. Συνώνυμα
    • αεροναυτικός
    • αεροναυτιλιακός
    2
  3. Αντώνυμα
    • χερσαίος
    • ναυτικός
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την αεροπορία ή την αεροναυτιλία.
    • Που αναφέρεται σε αεροσκάφη ή πτήσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αεροπορική βιομηχανία έχει αναπτυχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
    • Ο αεροπορικός σταθμός ήταν γεμάτος ταξιδιώτες.
    2