Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αεροπορικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αεροπορικό
-
αεροπορική
-
εμπορικός
)
Συνώνυμα
αεροναυτικός
αεροδρομιακός
2
Αντώνυμα
χερσαίος
ναυτικός
2
Ορισμός
Σχετικός με την αεροπορία ή την αεροναυτική.
Αναφερόμενος σε μεταφορές ή υπηρεσίες που πραγματοποιούνται μέσω αεροσκαφών.
2
Παραδείγματα
Η αεροπορική εταιρεία προσφέρει καθημερινές πτήσεις προς την Αθήνα.
Ο αεροπορικός χάρτης δείχνει όλες τις πτήσεις που πραγματοποιούνται σήμερα.
2