1. Λέξη
    αεροπορικός (επίθετο) - (παρόμοια: αεροπορικό - αεροπορική - εμπορικός)
  2. Συνώνυμα
    • αεροναυτικός
    • αεροδρομιακός
    2
  3. Αντώνυμα
    • χερσαίος
    • ναυτικός
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την αεροπορία ή την αεροναυτική.
    • Αναφερόμενος σε μεταφορές ή υπηρεσίες που πραγματοποιούνται μέσω αεροσκαφών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αεροπορική εταιρεία προσφέρει καθημερινές πτήσεις προς την Αθήνα.
    • Ο αεροπορικός χάρτης δείχνει όλες τις πτήσεις που πραγματοποιούνται σήμερα.
    2